υπερσθενία

υπερσθενία
η, Ν
1. ιατρ. υπέρμετρα αυξημένη λειτουργία ορισμένων ιστών ή οργάνων
2. φυσιολ. αυξημένος νευρικός τόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + σθένος + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”